εὐάνδρη

εὐάνδρη
εὐανδρέω
abound in men
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
εὐανδρέω
abound in men
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύανδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Ερμή και της Θέτιδας. Η λατρεία του, που σχετιζόταν με τον Πάνα, είχε εντοπιστεί περισσότερο στο Παλλάντιο, τον τιμούσαν όμως και στην Τεγέα, στον Φενεό και στην Κυλλήνη. Ήρθε, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”